προσκρούω

προσκρούω
ΝΑ [κρούω]
1. πέφτω ή χτυπώ πάνω σε κάτι καθώς κινούμαι, συγκρούομαι («το αυτοκίνητο προσέκρουσε στον στύλο»)
2. είμαι εντελώς αντίθετος, διάκειμαι εχθρικώς ή περιφρονητικώς
3. μτφ. περιπίπτω σε δυσχερείς περιστάσεις και δυσκολίες
νεοελλ.
1. αντιβαίνω, αντίκειμαι, δεν συμβιβάζομαι (α. «η ενέργειά του προσκρούει σε ρητή διάταξη τού νόμου» β. «αυτό που μού ζητάς προσκρούει στις αρχές μου»)
2. μτφ. συναντώ εμπόδια, βρίσκω εναντίωση («η προαγωγή του προσκρούει σε ποικίλες αντιδράσεις, και κυρίως στην άρνηση τού υπουργού»)
αρχ.
1. οργίζομαι, αγανακτώ
2. μτφ. α) έρχομαι σε σύγκρουση ηθική ή ψυχική με κάποιον, αντιμάχομαι («ἐκ τούτων μέν οὖν μάλιστα τοῑς Λακεδαιμονίοις προσέκρουσε», Πλούτ.)
β. καταλαμβάνομαι από οργή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσκρούω — knock against pres subj act 1st sg προσκρούω knock against pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκρούω — προσκρούω, προσέκρουσα βλ. πίν. 40 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προσκρούω — προσέκρουσα 1. χτυπώ πάνω σε κάτι, πέφτω πάνω, σκοντάφτω, τρακάρω: Το πλοίο προσέκρουσε στους βράχους. 2. μτφ., συναντώ εμπόδια, εναντίωση, αντιβαίνω: Ο διορισμός μου προσέκρουσε στο νόμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσκρούετε — προσκρούω knock against pres imperat act 2nd pl προσκρούω knock against pres ind act 2nd pl προσκρούω knock against imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκρούσουσι — προσκρούω knock against aor subj act 3rd pl (epic) προσκρούω knock against fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προσκρούω knock against fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκρούσω — προσκρούω knock against aor subj act 1st sg προσκρούω knock against fut ind act 1st sg προσκρούω knock against aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκρούῃ — προσκρούω knock against pres subj mp 2nd sg προσκρούω knock against pres ind mp 2nd sg προσκρούω knock against pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτικρούσεις — προσκρούω knock against aor subj act 2nd sg (epic doric) προσκρούω knock against fut ind act 2nd sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκεκρουκότα — προσκρούω knock against perf part act neut nom/voc/acc pl προσκρούω knock against perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκεκροῦσθαι — προσκρούω knock against perf inf mp προσκρούω knock against perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”