- προσκρούω
- ΝΑ [κρούω]1. πέφτω ή χτυπώ πάνω σε κάτι καθώς κινούμαι, συγκρούομαι («το αυτοκίνητο προσέκρουσε στον στύλο»)2. είμαι εντελώς αντίθετος, διάκειμαι εχθρικώς ή περιφρονητικώς3. μτφ. περιπίπτω σε δυσχερείς περιστάσεις και δυσκολίεςνεοελλ.1. αντιβαίνω, αντίκειμαι, δεν συμβιβάζομαι (α. «η ενέργειά του προσκρούει σε ρητή διάταξη τού νόμου» β. «αυτό που μού ζητάς προσκρούει στις αρχές μου»)2. μτφ. συναντώ εμπόδια, βρίσκω εναντίωση («η προαγωγή του προσκρούει σε ποικίλες αντιδράσεις, και κυρίως στην άρνηση τού υπουργού»)αρχ.1. οργίζομαι, αγανακτώ2. μτφ. α) έρχομαι σε σύγκρουση ηθική ή ψυχική με κάποιον, αντιμάχομαι («ἐκ τούτων μέν οὖν μάλιστα τοῑς Λακεδαιμονίοις προσέκρουσε», Πλούτ.)β. καταλαμβάνομαι από οργή.
Dictionary of Greek. 2013.